Πώς θα σας φαινόταν εάν μια εταιρεία με παραγωγική βάση και δραστηριότητα στην πατρίδα μας αντί -όπως όλοι θα περιμέναμε- να πουλάει φθηνότερα στην Ελλάδα τα προϊόντα της, μια και παράγονται εδώ, να τα δίνει έως και κατά 40% ακριβότερα απ’ ό,τι σε μια σαφώς πιο αναπτυγμένη και άνετη οικονομικά αγορά όπως αυτή της Αυστρίας;
Μιλάμε για τη βιομηχανία Colgate Palmolive, αλλά και μια σειρά άλλων μεγάλων πολυεθνικών, όπως οι εταιρείες Procter & Gamble ή Reckitt Benckiser, οι οποίες, αντί να συνδράμουν στην εθνική προσπάθεια και να βάλουν πλάτη στους ταλαιπωρημένους Ελληνες καταναλωτές πωλούν αλλιώς στο εξωτερικό, αλλιώς στο χονδρεμπόριο κι αλλιώς στο λιανεμπόριο που απευθύνεται στον μέσο Ελληνα καταναλωτή. Τα στοιχεία που σήμερα παρουσιάζουμε είναι ξεκάθαρα και ανοίγουν τον δημόσιο διάλογο για το ποιοι είναι εκείνοι που ευθύνονται για το κύμα ακρίβειας.
Και μιλάμε βεβαίως για τις πολυεθνικές, οι οποίες πρέπει επιτέλους να κατανοήσουν πως η Ελλάδα δεν είναι πλέον μια ανθηρή, δυτικοευρωπαϊκού χαρακτήρα αγορά, όπου τα κέρδη έρχονται με ευκολία. Παράλληλα όμως οι τιμολογιακές πολιτικές των ξένων επιχειρήσεων δημιουργούν μεγάλη κινητικότητα καθώς τα αποθέματα των σούπερ μάρκετ ξεκάθαρα πλέον μειώνονται, με ορατό πλέον τον κίνδυνο για τη δημιουργία επισιτιστικού προβλήματος.
Η Αυστρία φθηνότερη από την Ελλάδα!
Για του λόγου το αληθές, ας δούμε το παράδειγμα της σύγκρισης τιμών Ελλάδας και Αυστρίας. Το «business stories» έψαξε και βρήκε τις τιμές τιμοκαταλόγων στην ανεπτυγμένη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, η οποία μας δανείζει παρεμπιπτόντως χρήματα στη δύσκολη συγκυρία, και στην καθημαγμένη Ελλάδα που βρίσκεται ένα βήμα πριν από το κραχ.
Θα περίμενε κανείς πως οι τιμές τιμοκαταλόγων στη χώρα μας, τις οποίες οι προμηθευτές δίνουν στο λιανεμπόριο, θα ήταν σαφώς χαμηλότερες. Παρ’ όλα αυτά, για τα στελέχη της εταιρείας Colgate Palmolive ούτε η κρίση ούτε οι 1,2 εκατομμύρια νεο-άνεργοι αποτελούν παράγοντα ευαισθητοποίησης. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός πως στους 23 κωδικούς που μετρήθηκαν για λογαριασμό της πολυεθνικής οι 21 πωλούνται κατά πολύ ακριβότερα στη χώρα μας απ’ ό,τι στην Αυστρία. Συγκεκριμένα, προϊόντα όπως η Colgate Max White 75 ml στη χώρα μας έχει ως τιμή τιμοκαταλόγου τα 2,55 ευρώ, ενώ στην Αυστρία 1,68 ευρώ. Ο κωδικός Colgate Smiles +6 στην πατρίδα μας πωλείται αντί 2,29 ευρώ, από 0,98 ευρώ στην κεντροευρωπαϊκή χώρα. Το σήμα Palmolive Bad Milk & Honey 750 ml φτάνει στη χώρα μας τα 4,55 ευρώ, από 2,22 ευρώ στην ξένη, το Palmolive Olive 250 ml 4,55 ευρώ, από 1,45 ευρώ, κ.ά.
Αντίστοιχες είναι οι διαφορές και για λογαριασμό της εταιρείας Procter & Gamble. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στους κωδικούς Pampers. Η εταιρεία, το τελευταίο διάστημα, με τις προσφορές της διαφημίζει πόσο φθηνές είναι οι βρεφικές πάνες της. Ωστόσο ο κωδικός Pampers Active Fit Maxi 7-18 kg στην Ελλάδα πωλείται αντί 12,83 ευρώ ενώ στην Αυστρία 11,89 ευρώ. Ανάλογα ακριβότερες είναι οι σερβιέτες Always Ultra Long (2,35 ευρώ από 2,24 ευρώ), το Oral B που στην Ελλάδα πωλείται στα 2 ευρώ από 1,1 στην Αυστρία ή το Head & Shoulders 300 ml, το οποίο εδώ φτάνει τα 3,47 ευρώ από 2,9 ευρώ στην κεντροευρωπαϊκή χώρα. Υπάρχουν όμως και πιο ακραία φαινόμενα.
Για παράδειγμα, η συσκευασία 300 ml του Gillette Normal 300 στην Αυστρία πωλείται προς 1,41 ευρώ, ενώ η συσκευασία των 200 ml στην Ελλάδα, αντί να είναι λογικά φθηνότερη, πωλείται προς 1,79 ευρώ! Ομως και στη Reckitt Benckiser η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Το προϊόν Vanish Oxi Action Power 500 g στην Αυστρία κάνει 3,9 ευρώ και στη ρημαγμένη πατρίδα μας 5,41 ευρώ. Ανάλογες διαφορές -και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ακόμα μεγαλύτερες- υπάρχουν και στα σήματα Airwick, Calgonit, Harpic κ.α.
Το χονδρεμπόριο και η σύγκριση με τη λιανική
Οι στρεβλώσεις δεν σταματούν εδώ. Κι αυτό διότι μείζον είναι το πρόβλημα των διαφορών που επικρατούν και μεταξύ των τιμών που οι βιομηχανίες πουλάνε στο χονδρεμπόριο και το λιανεμπόριο. Για παράδειγμα, η οδοντόκρεμα Colgate στον Ελληνα χονδρέμπορο πωλείται προς 1,56 ευρώ, με την τιμή τιμοκαταλόγου προς το λιανεμπόριο να φτάνει τα 2,88 ευρώ! Οι πάνες Pampers Sensitive δίδονται στους χονδρεμπόρους προς 19,19 ευρώ η μονάδα και στο λιανεμπόριο, που απευθύνεται στους χιλιάδες Ελληνες καταναλωτές, προς 31,3 ευρώ, με τη διαφορά να ξεπερνά κάθε φαντασία. Υπάρχουν ωστόσο και πιο προκλητικές περιπτώσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του σαμπουάν Herbal Essences, το οποίο στη χονδρική δίδεται αντί 2,09 ευρώ ενώ στα σούπερ μάρκετ αντί 4,97 ευρώ. Σχεδόν διπλό… σκορ.
Φυσικά θα πει κανείς πως από τη φύση του το χονδρεμπόριο, λόγω μεγάλων όγκων σε παραγγελίες, πετυχαίνει καλύτερες τιμές. Το να πουλάνε όμως οι πολυεθνικές φθηνότερα έως και κατά 60% από τις τιμές που δίνουν στα σούπερ μάρκετ, εκτός των μεγάλων περιθωρίων μειώσεων τιμών που οι προμηθευτές έχουν, αποδεικνύει και το ότι δεν νοιάζονται καθόλου να κατεβάσουν τις τιμές.
Τι συμβαίνει όμως όταν οι χονδρέμποροι έχουν δικά τους δίκτυα καταστημάτων και ανταγωνίζονται τα σούπερ μάρκετ; Τότε οι πρακτικές γίνονται, με υπαιτιότητα των πολυεθνικών, στρεβλά ανταγωνιστικές. Κι αυτό διότι οι χονδρέμποροι, έχοντας περιθώρια να πουλάνε χαμηλότερα από τα σούπερ μάρκετ, ναι μεν βάζουν μεγάλα καπέλα, όμως με τίποτα δεν φτάνουν οι τιμές τους αυτές των ευρισκόμενων σε δυσχερή θέση σούπερ μάρκετ. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα εταιρειών όπως οι Αφοί Αρβανιτίδη ΑΕΕ, Παναγιώτης Βασιλειάδης ΕΠΕ Europe Way, Cogis s.r.l Import Export, οι οποίες έχουν πολύ φθηνότερες τιμές από τα σούπερ μάρκετ, όπως φαίνεται από τιμολόγια που έχουμε στη διάθεσή μας.
Ελλείψεις στα ράφια προκαλούν οι απαιτήσεις των πολυεθνικών
Σαν να μην έφτανε όμως αυτή η μονομερής πολιτική εκ μέρους των μεγάλων βιομηχανιών που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα μέχρι και σήμερα λες και οι κάτοικοί της έχουν εισόδημα Ελβετίας, οι βιομηχανίες το τελευταίο διάστημα έχουν φτάσει στο σημείο όχι απλώς να πουλάνε ακριβότερα στην Ελλάδα σε σχέση με την Αυστρία, ούτε να πουλάνε ακραία ακριβότερα στα σούπερ μάρκετ έναντι των χονδρεμπόρων, αλλά ταυτόχρονα να απειλούν τις αλυσίδες λιανικής πως δεν θα παραδίδουν εμπορεύματα εάν δεν λαμβάνουν cash τα χρήματά τους. Οπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, οι απειλές για τη μη παράδοση εμπορευμάτων δεν έχουν πλέον να κάνουν με επιχειρήσεις που έχουν προβλήματα αλλά αφορούν πλέον ακόμη και τις μεγαλύτερες και πλέον υγιείς αλυσίδες σούπερ μάρκετ της χώρας.
Οπως εταιρείες του κλάδου αναφέρουν στο «b.s.», οι πολυεθνικοί προμηθευτές αρνούνται να συζητήσουν ακόμα και μικρές χρονικά πιστώσεις των 30 ημερών, πνίγοντας έτσι τον ανταγωνισμό και αναγκάζοντας τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ να προκαταβάλλουν χρήματα. «Οι πολυεθνικές εταιρείες αντιμετωπίζουν πλέον την Ελλάδα, και κατ’ επέκταση τον Ελληνα καταναλωτή, ως δεύτερης κατηγορίας», μας είπε γνωστός επιχειρηματίας με μεγάλο αριθμό καταστημάτων. Ο ίδιος επισημαίνει πως, εάν δεν αλλάξει αυτή η πρακτική, τα θύματα του κλάδου θα είναι «αναπάντεχα πολλά», με μεγάλες συνέπειες στην κοινωνική συνοχή. «Ακόμα και μια μεσαία αλυσίδα σούπερ μάρκετ απασχολεί περίπου 500 με 700 άτομα. Φανταστείτε τι θα γίνει εάν οι προμηθευτές εξακολουθήσουν να μας πιέζουν και υπάρξει μεγαλύτερος παίκτης που θα βαρέσει κανόνι».
Το χειρότερο όμως όλων είναι οι μειώσεις αποθεμάτων στις μεγάλες αλυσίδες στη χώρα μας. Η αδυναμία άμεσων πληρωμών σε χιλιάδες κατηγορίες προϊόντων αναγκάζει πολλές επιχειρήσεις να αγοράζουν επιλεκτικά. Ομως πλέον οι ελλείψεις στα ράφια των σούπερ μάρκετ είναι έντονες σε σημαντικές κατηγορίες ειδών. Κι αυτό διότι η συνήθης χρηματοπιστωτική πρακτική επί της ουσίας έχει καταλυθεί από τις πολυεθνικές.
Τις εταιρείες εκείνες οι οποίες, εκμεταλλευόμενες τα χρόνια προβλήματα σε νομοθετικές διατάξεις και τις στρεβλώσεις, οδηγήθηκαν σε πρακτικές transfer pricing για να κερδίζουν εκατομμύρια ευρώ μέσω παράλληλων ενδοομιλικών πωλήσεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της βιομηχανίας Kraft, η οποία βρέθηκε «με τη γίδα στην πλάτη» και της επιβλήθηκε πρόστιμο. Μια παράλληλη εξέλιξη είναι κι αυτή που αφορά στην Ελλάδα σε περίπτωση που βρεθεί εκτός ευρώ. «Στην κυριολεξία θα υπάρξει μια απίστευτη κατάσταση καθώς ήδη υπάρχουν ελλείψεις. Δεν μιλάμε παράλογα. Θα υπάρξει μέχρι και επισιτιστικό πρόβλημα», μας λένε πολυεθνικοί μάνατζερ που έχουν πείρα στην αγορά.
http://eleftheriskepsii.blogspot.gr
Μιλάμε για τη βιομηχανία Colgate Palmolive, αλλά και μια σειρά άλλων μεγάλων πολυεθνικών, όπως οι εταιρείες Procter & Gamble ή Reckitt Benckiser, οι οποίες, αντί να συνδράμουν στην εθνική προσπάθεια και να βάλουν πλάτη στους ταλαιπωρημένους Ελληνες καταναλωτές πωλούν αλλιώς στο εξωτερικό, αλλιώς στο χονδρεμπόριο κι αλλιώς στο λιανεμπόριο που απευθύνεται στον μέσο Ελληνα καταναλωτή. Τα στοιχεία που σήμερα παρουσιάζουμε είναι ξεκάθαρα και ανοίγουν τον δημόσιο διάλογο για το ποιοι είναι εκείνοι που ευθύνονται για το κύμα ακρίβειας.
Και μιλάμε βεβαίως για τις πολυεθνικές, οι οποίες πρέπει επιτέλους να κατανοήσουν πως η Ελλάδα δεν είναι πλέον μια ανθηρή, δυτικοευρωπαϊκού χαρακτήρα αγορά, όπου τα κέρδη έρχονται με ευκολία. Παράλληλα όμως οι τιμολογιακές πολιτικές των ξένων επιχειρήσεων δημιουργούν μεγάλη κινητικότητα καθώς τα αποθέματα των σούπερ μάρκετ ξεκάθαρα πλέον μειώνονται, με ορατό πλέον τον κίνδυνο για τη δημιουργία επισιτιστικού προβλήματος.
Η Αυστρία φθηνότερη από την Ελλάδα!
Για του λόγου το αληθές, ας δούμε το παράδειγμα της σύγκρισης τιμών Ελλάδας και Αυστρίας. Το «business stories» έψαξε και βρήκε τις τιμές τιμοκαταλόγων στην ανεπτυγμένη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, η οποία μας δανείζει παρεμπιπτόντως χρήματα στη δύσκολη συγκυρία, και στην καθημαγμένη Ελλάδα που βρίσκεται ένα βήμα πριν από το κραχ.
Θα περίμενε κανείς πως οι τιμές τιμοκαταλόγων στη χώρα μας, τις οποίες οι προμηθευτές δίνουν στο λιανεμπόριο, θα ήταν σαφώς χαμηλότερες. Παρ’ όλα αυτά, για τα στελέχη της εταιρείας Colgate Palmolive ούτε η κρίση ούτε οι 1,2 εκατομμύρια νεο-άνεργοι αποτελούν παράγοντα ευαισθητοποίησης. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός πως στους 23 κωδικούς που μετρήθηκαν για λογαριασμό της πολυεθνικής οι 21 πωλούνται κατά πολύ ακριβότερα στη χώρα μας απ’ ό,τι στην Αυστρία. Συγκεκριμένα, προϊόντα όπως η Colgate Max White 75 ml στη χώρα μας έχει ως τιμή τιμοκαταλόγου τα 2,55 ευρώ, ενώ στην Αυστρία 1,68 ευρώ. Ο κωδικός Colgate Smiles +6 στην πατρίδα μας πωλείται αντί 2,29 ευρώ, από 0,98 ευρώ στην κεντροευρωπαϊκή χώρα. Το σήμα Palmolive Bad Milk & Honey 750 ml φτάνει στη χώρα μας τα 4,55 ευρώ, από 2,22 ευρώ στην ξένη, το Palmolive Olive 250 ml 4,55 ευρώ, από 1,45 ευρώ, κ.ά.
Αντίστοιχες είναι οι διαφορές και για λογαριασμό της εταιρείας Procter & Gamble. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στους κωδικούς Pampers. Η εταιρεία, το τελευταίο διάστημα, με τις προσφορές της διαφημίζει πόσο φθηνές είναι οι βρεφικές πάνες της. Ωστόσο ο κωδικός Pampers Active Fit Maxi 7-18 kg στην Ελλάδα πωλείται αντί 12,83 ευρώ ενώ στην Αυστρία 11,89 ευρώ. Ανάλογα ακριβότερες είναι οι σερβιέτες Always Ultra Long (2,35 ευρώ από 2,24 ευρώ), το Oral B που στην Ελλάδα πωλείται στα 2 ευρώ από 1,1 στην Αυστρία ή το Head & Shoulders 300 ml, το οποίο εδώ φτάνει τα 3,47 ευρώ από 2,9 ευρώ στην κεντροευρωπαϊκή χώρα. Υπάρχουν όμως και πιο ακραία φαινόμενα.
Για παράδειγμα, η συσκευασία 300 ml του Gillette Normal 300 στην Αυστρία πωλείται προς 1,41 ευρώ, ενώ η συσκευασία των 200 ml στην Ελλάδα, αντί να είναι λογικά φθηνότερη, πωλείται προς 1,79 ευρώ! Ομως και στη Reckitt Benckiser η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Το προϊόν Vanish Oxi Action Power 500 g στην Αυστρία κάνει 3,9 ευρώ και στη ρημαγμένη πατρίδα μας 5,41 ευρώ. Ανάλογες διαφορές -και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ακόμα μεγαλύτερες- υπάρχουν και στα σήματα Airwick, Calgonit, Harpic κ.α.
Το χονδρεμπόριο και η σύγκριση με τη λιανική
Οι στρεβλώσεις δεν σταματούν εδώ. Κι αυτό διότι μείζον είναι το πρόβλημα των διαφορών που επικρατούν και μεταξύ των τιμών που οι βιομηχανίες πουλάνε στο χονδρεμπόριο και το λιανεμπόριο. Για παράδειγμα, η οδοντόκρεμα Colgate στον Ελληνα χονδρέμπορο πωλείται προς 1,56 ευρώ, με την τιμή τιμοκαταλόγου προς το λιανεμπόριο να φτάνει τα 2,88 ευρώ! Οι πάνες Pampers Sensitive δίδονται στους χονδρεμπόρους προς 19,19 ευρώ η μονάδα και στο λιανεμπόριο, που απευθύνεται στους χιλιάδες Ελληνες καταναλωτές, προς 31,3 ευρώ, με τη διαφορά να ξεπερνά κάθε φαντασία. Υπάρχουν ωστόσο και πιο προκλητικές περιπτώσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του σαμπουάν Herbal Essences, το οποίο στη χονδρική δίδεται αντί 2,09 ευρώ ενώ στα σούπερ μάρκετ αντί 4,97 ευρώ. Σχεδόν διπλό… σκορ.
Φυσικά θα πει κανείς πως από τη φύση του το χονδρεμπόριο, λόγω μεγάλων όγκων σε παραγγελίες, πετυχαίνει καλύτερες τιμές. Το να πουλάνε όμως οι πολυεθνικές φθηνότερα έως και κατά 60% από τις τιμές που δίνουν στα σούπερ μάρκετ, εκτός των μεγάλων περιθωρίων μειώσεων τιμών που οι προμηθευτές έχουν, αποδεικνύει και το ότι δεν νοιάζονται καθόλου να κατεβάσουν τις τιμές.
Τι συμβαίνει όμως όταν οι χονδρέμποροι έχουν δικά τους δίκτυα καταστημάτων και ανταγωνίζονται τα σούπερ μάρκετ; Τότε οι πρακτικές γίνονται, με υπαιτιότητα των πολυεθνικών, στρεβλά ανταγωνιστικές. Κι αυτό διότι οι χονδρέμποροι, έχοντας περιθώρια να πουλάνε χαμηλότερα από τα σούπερ μάρκετ, ναι μεν βάζουν μεγάλα καπέλα, όμως με τίποτα δεν φτάνουν οι τιμές τους αυτές των ευρισκόμενων σε δυσχερή θέση σούπερ μάρκετ. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα εταιρειών όπως οι Αφοί Αρβανιτίδη ΑΕΕ, Παναγιώτης Βασιλειάδης ΕΠΕ Europe Way, Cogis s.r.l Import Export, οι οποίες έχουν πολύ φθηνότερες τιμές από τα σούπερ μάρκετ, όπως φαίνεται από τιμολόγια που έχουμε στη διάθεσή μας.
Ελλείψεις στα ράφια προκαλούν οι απαιτήσεις των πολυεθνικών
Σαν να μην έφτανε όμως αυτή η μονομερής πολιτική εκ μέρους των μεγάλων βιομηχανιών που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα μέχρι και σήμερα λες και οι κάτοικοί της έχουν εισόδημα Ελβετίας, οι βιομηχανίες το τελευταίο διάστημα έχουν φτάσει στο σημείο όχι απλώς να πουλάνε ακριβότερα στην Ελλάδα σε σχέση με την Αυστρία, ούτε να πουλάνε ακραία ακριβότερα στα σούπερ μάρκετ έναντι των χονδρεμπόρων, αλλά ταυτόχρονα να απειλούν τις αλυσίδες λιανικής πως δεν θα παραδίδουν εμπορεύματα εάν δεν λαμβάνουν cash τα χρήματά τους. Οπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, οι απειλές για τη μη παράδοση εμπορευμάτων δεν έχουν πλέον να κάνουν με επιχειρήσεις που έχουν προβλήματα αλλά αφορούν πλέον ακόμη και τις μεγαλύτερες και πλέον υγιείς αλυσίδες σούπερ μάρκετ της χώρας.
Οπως εταιρείες του κλάδου αναφέρουν στο «b.s.», οι πολυεθνικοί προμηθευτές αρνούνται να συζητήσουν ακόμα και μικρές χρονικά πιστώσεις των 30 ημερών, πνίγοντας έτσι τον ανταγωνισμό και αναγκάζοντας τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ να προκαταβάλλουν χρήματα. «Οι πολυεθνικές εταιρείες αντιμετωπίζουν πλέον την Ελλάδα, και κατ’ επέκταση τον Ελληνα καταναλωτή, ως δεύτερης κατηγορίας», μας είπε γνωστός επιχειρηματίας με μεγάλο αριθμό καταστημάτων. Ο ίδιος επισημαίνει πως, εάν δεν αλλάξει αυτή η πρακτική, τα θύματα του κλάδου θα είναι «αναπάντεχα πολλά», με μεγάλες συνέπειες στην κοινωνική συνοχή. «Ακόμα και μια μεσαία αλυσίδα σούπερ μάρκετ απασχολεί περίπου 500 με 700 άτομα. Φανταστείτε τι θα γίνει εάν οι προμηθευτές εξακολουθήσουν να μας πιέζουν και υπάρξει μεγαλύτερος παίκτης που θα βαρέσει κανόνι».
Το χειρότερο όμως όλων είναι οι μειώσεις αποθεμάτων στις μεγάλες αλυσίδες στη χώρα μας. Η αδυναμία άμεσων πληρωμών σε χιλιάδες κατηγορίες προϊόντων αναγκάζει πολλές επιχειρήσεις να αγοράζουν επιλεκτικά. Ομως πλέον οι ελλείψεις στα ράφια των σούπερ μάρκετ είναι έντονες σε σημαντικές κατηγορίες ειδών. Κι αυτό διότι η συνήθης χρηματοπιστωτική πρακτική επί της ουσίας έχει καταλυθεί από τις πολυεθνικές.
Τις εταιρείες εκείνες οι οποίες, εκμεταλλευόμενες τα χρόνια προβλήματα σε νομοθετικές διατάξεις και τις στρεβλώσεις, οδηγήθηκαν σε πρακτικές transfer pricing για να κερδίζουν εκατομμύρια ευρώ μέσω παράλληλων ενδοομιλικών πωλήσεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της βιομηχανίας Kraft, η οποία βρέθηκε «με τη γίδα στην πλάτη» και της επιβλήθηκε πρόστιμο. Μια παράλληλη εξέλιξη είναι κι αυτή που αφορά στην Ελλάδα σε περίπτωση που βρεθεί εκτός ευρώ. «Στην κυριολεξία θα υπάρξει μια απίστευτη κατάσταση καθώς ήδη υπάρχουν ελλείψεις. Δεν μιλάμε παράλογα. Θα υπάρξει μέχρι και επισιτιστικό πρόβλημα», μας λένε πολυεθνικοί μάνατζερ που έχουν πείρα στην αγορά.
http://eleftheriskepsii.blogspot.gr