Αγανάκτησαν και διαμαρτυρήθηκαν οι βουλευτές των μνημονιακών κομμάτων της «Ελληνικής» Βουλής διότι, όπως καταγγέλθηκε στον Πρόεδρο και ανακοινώθηκε στο σώμα, ένας συνάδελφος τους, η ταυτότητα του οποίου δεν αποκαλύφθηκε, έβγαλε στο εξωτερικό ένα εκατομμύριο ευρώ, αν και αυτό φαίνεται καταρχήν ότι αποκτήθηκε νομίμως και άρα γνωρίζουν τον δράστη.
Η πράξη θεωρείτε καταδικαστέα ιδίως όταν γίνετε από έναν εκπρόσωπο του λαού και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης που η χώρα δανείζεται από το εξωτερικό, βάζοντας σε υποθήκη την εθνική περιουσία για να πληρώσει τους τοκογλύφους και να δώσει ρευστότητα στις τράπεζες, συνθλίβοντας τους Έλληνες πολίτες με φόρους και μειώσεις αποδοχών.
Η πράξη κρίνεται καταδικαστέα διότι είναι προφανές σε όλους ότι σε περιόδους κρίσης η χώρα χρειάζεται ρευστότητα και πρέπει να ελέγχει την εισροή αγαθών, η αγορά των οποίων απαιτεί συνάλλαγμα, πολύ δε περισσότερο την λαθραία εξαγωγή συναλλάγματος. Σε τέτοιες περιόδους η χώρα πρέπει να έχει τη δυνατότητα έκδοσης ή εύρεσης χρήματος μέσω της Κεντρικής Τράπεζας που παίζει το ρόλο δανειστή εσχάτης ανάγκης και να προτιμά την εξωτερική υποτίμηση του νομίσματος, που συγχρόνως την καθιστά, ανταγωνιστική έναντι της εσωτερικής υποτίμησης μισθών και συντάξεων που καταλήγει στην ύφεση.
Αυτά λέει η κοινή λογική, βάσει της οποίας η εξαγωγή του ενός εκατομμυρίου ευρώ κρίνεται καταδικαστέα, και ο κάθε βουλευτής αλλά και όλο το μνημονιακό σύστημα, όχι από αγάπη για την πατρίδα όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, αλλά από ένστικτο αυτοπροστασίας, προσπαθούν να αποποιηθούν την υποψία ότι ταυτίζονται με τον δράστη και έχουν αγανακτήσει ζητώντας την κεφαλή του/της επί πίνακι.
Όμως η αγανάκτηση τους όχι μόνο είναι ένοχη αλλά και σχιζοφρενική. Οι ίδιοι βουλευτές με την πρόσφατη ψήφο τους έχουν εγκρίνει την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, μιας αρένας οικονομικού ανταγωνισμού χωρίς κοινό προϋπολογισμό και δημοσιονομική πολιτική, με ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και αγαθών όπου οι ασθενείς χώρες όχι μόνο δεν μπορούν να χρησιμοποιούν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που αντικαθιστά τις εθνικές, σαν δανειστή εσχάτης ανάγκης αλλά είναι υποχρεωμένες να δανείζονται από τους τοκογλύφους, που γεννούν το χρήμα από το τίποτε, και μάλιστα με επιτόκια τόσο μεγαλύτερα όσο μεγαλύτερη και η αδυναμία της αντίστοιχης χώρας.
Η σχιζοφρένεια επομένως, των μνημονιακών βουλευτών, έγκειται στο ότι οι διχασμένοι αυτοί άνθρωποι από τη μια μεριά ψήφισαν υπέρ της παραμονής της χώρας σε ένα παιχνίδι μεγαλύτερο των δυνατοτήτων της, όπου η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων είναι κύριος κανόνας του παιχνιδιού και απόν την άλλη φοβούνται μήπως ταυτιστούν με τον συνάδελφο τους, που ενέργησε σύμφωνα με τον κανόνα αυτό και εκπέσουν στα μάτια των ψηφοφόρων τους, ενώ ήδη έχουν υπερψηφίσει αυτό τον κανόνα.
Είναι εθνικά ανεπίτρεπτο μία τέτοια σχιζοφρενής ομάδα ανθρώπων να κυβερνά τη χώρα και βάσει του ισχύοντος Συντάγματος αποτελεί εθνική ευθύνη όλων και του καθενός προσωπικά να τους εκδιώξουμε από την εξουσία και να τους κρίνουμε για την επιτελούμενη προδοσία που ξεπουλούν τη χώρα και επιβαρύνουν την παρούσα αλλά και τις μέλλουσες γενεές για χρέη που οι ίδιοι δημιούργησαν στην προσπάθεια τους να καπηλευτούν την εξουσία.