11 Ιουλ 2009

Οι ΗΠΑ εμπόδισαν έρευνα για μαζικές εξοντώσεις αιχμαλώτων Ταλιμπάν

Η μαζική εξόντωση εκατοντάδων ίσως και χιλιάδων αιχμαλώτων Ταλιμπάν κατά την εισβολή του 2001 στο Αφγανιστάν παρέμεινε χωρίς διερεύνηση μέχρι σήμερα, καθώς η κυβέρνηση Μπους απέτρεψε κάθε προσπάθεια εξέτασης των εγκλημάτων πολέμου και την υπόθεση ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα οι New York Times.

Ο Λ. Οίκος υπό τον Μπους δεν επέτρεψε έρευνες από παράγοντες του FBI, του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και από ανθρωπιστικές οργανώσεις, επειδή ο πολέμαρχος Αμπντούλ Ρασίντ Ντόσντουμ ήταν στη μισθοδοσία της CIA και τα παραστρατιωτικά του τμήματα είχαν συνεργαστεί με τις αμερικανικές ειδικές δυνάμεις το 2001.

«Το ζήτημα της μαζικής εξόντωσης των αιχμαλώτων στο Αφγανιστάν ήταν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο πολιτικό θέμα και κανείς δεν ήθελε να το αγγίξει», δήλωσε ο πρώην πρέσβης ΗΠΑ για τα εγκλήματα πολέμου, Πιερ Πρόσπερ.

Δεν είναι ακόμη σαφές αν η κυβέρνηση Ομπάμα θα διερευνήσει την υπόθεση αλλά κατά τις τελευταίες εβδομάδες παράγοντες του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ προσπάθησαν να ματαιώσουν το διορισμό του Ντόσντουμ ως στρατιωτικού επιτελάρχη του Καρζάϊ.

Ο Ντόσντουμ είχε παραγκωνιστεί την περασμένη χρονιά και ζούσε στην Τουρκία, όμως ο Χαμίντ Καρζάϊ αποφάσισε να του δώσει την ηγεσία του στρατ
ού πριν από ένα μήνα.

Αν και ο Μπαράκ Ομπάμα έχει αποφασίσει να στείλει στο Αφγανιστάν και άλλα αμερικανικά στρατεύματα για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης πίεσης των Ταλιμπάν, η κυβέρνησή του αποστασιοποιείται από τον Καρζάϊ που τον θεωρεί αντιλαϊκό και διεφθαρμένο.

Η Χίλαρι Κλίντον κι ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ επισήμαναν στον Καρζάϊ τις αντιρρήσεις τους για τον Ντόσντουμ και παράλληλα ζήτησαν από τους προστάτες του στην Τουρκία να καθυστερήσουν την αναχώρησή του Αφγανού, όσο διαρκούσαν οι πιέσεις των ΗΠΑ για ματαίωση του διορισμού του.


Λίγο μετά την εισβολή του 2001 χιλιάδες μαχητές Ταλιμπάν παραδόθηκαν στις δυνάμεις του στρατηγού Ντόσντουμ (που με τη Βόρεια Συμμαχία συνεργάζονταν με τους Αμερικανούς) και μεταφέρθηκαν στις φυλακές του Σιμπαργκάν.

Επιζώντες και μάρτυρες είχαν δηλώσει στους New York Times και στο περιοδικό Newsweek από το 2002 ότι σε διάρκεια τριών ημερών οι κρατούμενοι στοιβάχτηκαν σε μεταλλικά κοντέϊνερς χωρίς τροφή και νερό και πέθαναν από ασφυξία, ενώ όσοι επέζησαν πυροβολήθηκαν από τους φύλακες.

Τα πτώματα των Ταλιμπάν ετάφησαν σε μαζικούς τάφους στην έρημο του Νταστ-ι-Λαϊλί έξω από το Σιμπαργκάν.

Πρόσφατα αποχαρακτηρισμένη έκθεση του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται σε μια πηγή της οποίας το όνομα παραμένει κρυφό, σύμφωνα με την οποία εξοντώθηκαν περίπου 1.500 Ταλιμπάν αιχμάλωτοι.

Εκτιμήσεις άλλων μαρτύρων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανεβάζουν τους εκτελεσθέντες σε χιλιάδες, ενώ και αρκετοί Αφγανοί που κατέθεσαν σχετική μαρτυρία βασανίστηκαν και θανατώθηκαν επίσης.

Στο Αφγανιστάν οι πολέμαρχοι έχουν ιστορικό εξόντωσης των αιχμαλώτων με εγκλεισμό σε σφραγισμένα εμπορευματοκιβώτια, ενώ ο ίδιος ο Ντόσντουμ είχε δηλώσει τότε ότι οι νεκροί ήσαν μόνον 200 και ότι οι θάνατοι οφείλονταν σε ασθένειες και σε τραύματα από μάχες.

Παρά το ότι εξετάστηκαν περίπου 12 πτώματα δεν επετράπη ποτέ καμιά εκταφή και το 2008 μια ομάδα ιατροδικαστών του ΟΗΕ διαπίστωσε ότι οι μαζικοί τάφοι είχαν καταστραφεί , ενώ δορυφορικές φωτογραφίες αποκάλυψαν ότι είχε γίνει παρέμβαση στο χώρο από το 2006.

Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός είχε ζητήσει να γίνει έρευνα το 2001 ό
μως ένας από τους διοικητές των αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή (του οποίου το όνομα παραμένει κρυφό) είχε αρνηθεί να δώσει τη σχετική έγκριση.

Λίγους μήνες αργότερα ο ανώτερος εκπρόσωπος του FBI στο Γκουαντανάμο, Ντελ Σπράϊ, ανέφερε όσα άκουσε από κρατούμενος για τον εγκλεισμό σε κοντέϊνερς και την επιβίωση που κατάφεραν γλείφοντας ο ένας τον ιδρώτα του άλλου, ενώ οι καταθέσεις των κρατουμένων περιέχονται σε έκθεση του FBI που αποχαρακτηρίστηκε τον Ιανουάριο 2003.

Ανεξάρτητα αν ο Σπράϊ πίστεψε τις καταθέσεις των κρατουμένων ο προϊστάμενός του στην υπηρεσία του συνέστησε να αφήσει το θέμα αυτό γιατί ανήκε στην αρμοδιότητα του στρατού για να ερευνηθεί.

«Ομάδα των Ιατρών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ζήτησε από το Πεντάγωνο την άδεια για έρευνα της υπόθεσης το 2002 και κάλυψη για την ασφάλειά της, όμως αντιμετώπισε τείχος αρνήσεων και τη δήλωση ότι δεν συνέβη απολύτως τίποτε», αναφέρει η Τζένιφερ Λίνινγκ που ήταν μέλος της αποστολής.

Εκπρόσωποι του Πενταγώνου είχαν δηλώσει τότε ότι η Κεντρική Διοίκηση ΗΠΑ είχε διατάξει μια άτυπη έρευνα και ρωτήθηκαν οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων που είχαν συνεργαστεί με το στρατηγό Ντόσντουμ αν γνωρίζουν κάτι για τις μαζικές εκτελέσεις.

Όταν η Διοίκηση έλαβε αρνητικές απαντήσεις η έρευνα δεν προχώρησε περαιτέρω αν και υπήρξε συζήτηση για το θέμα επί των ημερών που ο Πολ Γούλφοβιτς ήταν υφυπουργός Άμυνας ΗΠΑ.

«Κάποιος είπε ότι ο Ντόσντουμ μπορεί να κατηγορηθεί για εγκλήματα πολέμου αλλά ο Γούλφοβιτς απάντησε ότι δεν θα τον καταδιώξουμε γιαυτό», κατέθεσε παράγοντας του Πενταγώνου που παραμένει ανώνυμος.

Αργότερα ο Γούλφοβιτς δήλωσε ότι δεν θυμάται τη σχετική συνομιλία κι ο Κόλιν Πάουελ όρισε τον πρέσβη Πρόσπερ να εξετάσει την υπόθεση.

Ο Πρόσπερ συναντήθηκε με τον Ντόσντουμ που αρνήθηκε τις κατηγορίες ενώ παράγοντες της κυβέρνησης Καρζάϊ του είπαν ότι η Καμπούλ αντιτίθεται στην έρευνα για να μην υπάρξουν προβλήματα.

Αντίθετος για διερεύνηση της υπόθεσης λόγω πολιτικών επιπτώσεων ήταν και συντονιστής του Λ. Οίκου για το Αφγανιστάν, Ζαλμάϊ Χαλιλζάντ, ο οποίος αργότερα έγινε πρέσβης ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.

Το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ ανέφερε το «επεισόδιο» στην ετήσια έκθεσή του για το 2002 αλλά δεν προέβη σε καμιά άλλη ενέργεια.
του Χάρη Μπότσαρη

Πηγή:
Πρώτο θέμα