Στη δημόσια συζήτηση για τη μετανάστευση το ερώτημα «πόσους ξένους τελικά χωράει η Ελλάδα;»
παρουσιάζεται ως μια καλοπροαίρετη απορία αυτοτοποθετούμενη στον
μετριοπαθή και ρεαλιστικό μεσαίο χώρο και στην οποία καλούνται να
απαντήσουν όσοι αντιτίθενται στον ανοιχτά ή συγκαλυμμένα ρατσιστικό
κυρίαρχο λόγο.
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό
χρειάζεται πρώτ’ απ’ όλα να τεθούν όλες οι παράμετροι του και να
αναλυθούν οι πιθανές ερμηνείες του και οι κοινωνικές συνθήκες που
θεωρούνται δεδομένες από αυτούς που το θέτουν.
Καταρχήν θα πρέπει να πούμε ότι το
ερώτημα έχει δύο βασικά σκέλη που το καθένα εκκινά από μια διακριτή
οπτική και επιχειρηματολογία για το ζήτημα της μετανάστευσης, αλλά που
εντέλει τα δυο τους αλληλοδιαπλέκονται.
Έτσι, το ερώτημα είναι διπλό: πόσους ξένους χωράει η Ελλάδα από οικονομική – κοινωνική άποψη και πόσους από πολιτισμική – ταυτοτική.
i) η οικονομική – κοινωνική πτυχή
Πρέπει
να πούμε ότι τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που συνδέονται με
τη μετανάστευση, σε τελική ανάλυση δεν προκύπτουν από την παρουσία
μεταναστών στην ελληνική κοινωνία ούτε καν από τον αριθμό τους, αλλά από
τους όρους της παρουσίας τους και από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
ζουν. Αν ζουν στην παρανομία, την αβεβαιότητα και τη φτώχια, μοιραία θα
χρησιμοποιούνται για να συμπιεστούν οι μισθοί και θα ωθούνται κι οι
ίδιοι στην εξαθλίωση, στο περιθώριο, τη γκετοποίηση και τα δίκτυα της
εγκληματικότητας.
Αν θεωρήσουμε ως αναπόδραστο ορίζοντα της
ζωής μας από δω και μπρος τις απαιτήσεις των αγορών για ανάκαμψη της
κερδοφορίας των επιχειρήσεων με τίμημα την κάθετη πτώση του βιοτικού μας
επιπέδου, την εκτίναξη της ανεργίας και την κατάλυση κάθε συλλογικής
διεκδίκησης και δημοκρατικής παρέμβασης του λαού στις πολιτικές
αποφάσεις, τότε πράγματι, η Ελλάδα χωράει μόνο όσους ξένους αρκούν για
να δουλεύουν το πρωί σε ειδικές οικονομικές ζώνες και να κοιμούνται το
βράδυ σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Αν όμως αποδεχτούμε το παραπάνω κοινωνικό
και οικονομικό πλαίσιο ως δεδομένο και μαζί το αναπόφευκτο συμπέρασμα
ότι υπάρχουν άνθρωποι που περισσεύουν, τότε δικαιούμαστε να
αντιστρέψουμε το ερώτημα και να διερωτηθούμε και πόσους Έλληνες χωράει
τελικά η Ελλάδα (εκτός αν πιστεύουμε ότι κατά κάποιο μαγικό τρόπο ο
αριθμός των Ελλήνων θα ισούται πάντοτε με τον αριθμό που μπορεί να
συντηρήσει η ελληνική οικονομία) και μαζί με τις προτάσεις για τη
διαχείριση του περισσευούμενου μεταναστευτικού πληθυσμού να αρχίσουμε να
σκεφτόμαστε και προτάσεις υπέρ της υπογεννητικότητας, της μετανάστευσης
της νέας γενιάς και ενδεχομένως και της ευθανασίας στους συνταξιούχους.
Έτσι, αποδεχόμενοι την κατάσταση ως έχει,
τόσο ο υποτίθεται αντισυστημικός ρατσιστικός λόγος, όσο και ο
πλουραλιστικός φιλελεύθερος συγκλίνουν σε έναν κοινό τόπο· στην αποδοχή
του κοινωνικού δαρβινισμού. Μόνη διαφορά είναι το κριτήριο με βάση το
οποίο αποφασίζεται ποιος περισσεύει. Για τη φασιστική δεξιά είναι ο
φυλετικά κατώτερος, για το «φιλελεύθερο κέντρο» ο αποτυχημένος, αυτός
που δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εποχής για
δημιουργία και «καινοτόμο επιχειρηματικότητα» είτε λόγω ανυπέρβλητης
πολιτιστικής υστέρησης είτε λόγω της «νοοτροπίας της ήσσονος
προσπάθειας». Δεν είναι σπάνιο βέβαια, οι δύο ρητορικές να συγκλίνουν.
Αρκεί να αναρωτηθούμε πόσο διαφορετικοί είναι τελικά ο ούλτρα
νεοφιλελεύθερος Θάνος Τζήμερος από τον φασίστα Άδωνη Γεωργιάδη.
Απαντώντας, επομένως στο ερώτημα «πόσους
ξένους χωράει η Ελλάδα;» από τη σκοπιά αυτών που δεν αποδέχονται τη
σημερινή κατάσταση και επιθυμούν και αγωνίζονται να μοιραστεί ο πλούτος
σ’ αυτούς που τον παράγουν αρνούμενοι να μπουν στη διαδικασία να
μοιράσουνε με το διπλανό τους τη φτώχια και την κακομοιριά η απάντηση
είναι «απεριόριστο αριθμό».
ii) η πολιτιστική – ταυτοτική πτυχή
Όσον αφορά την πολιτιστική – ταυτοτική
πλευρά της επιχειρηματολογίας, ότι δηλαδή η χώρα μας δεν μπορεί να
αφομοιώσει τόσο μεγάλο αριθμό ξένων και πολιτισμικά διαφορετικών,
μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι αυτή στηρίζεται αφενός, σε μια στατική
αντίληψη για τις πολιτιστικές και εθνικές ταυτότητες, που τις θέλει
σαφώς οριοθετημένες και αναλλοίωτες στο χρόνο -και που έρχεται σε
αντίθεση με την ίδια την ιστορική εμπειρία της ενσωμάτωσης στην ελληνική
ταυτότητα στοιχείων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, προερχόμενων από την
αρχαιοελληνική ως τη βυζαντινή και οθωμανική κληρονομιά- και αφετέρου,
σε μια τάση για «πολιτιστικοποίηση» προβλημάτων που είναι σαφώς
κοινωνικά και πολιτικά.
Σήμερα,
αιχμή του δόρατος της ταυτοτικής επιχειρηματολογίας είναι η αντίθεση
στην παρουσία μουσουλμανικών μεταναστευτικών πληθυσμών (κυρίως βέβαια
των φτωχών). Αυτοί παρουσιάζονται ως πλήρως μη αφομοιώσιμοι, και ως
τέτοιοι, σαν κίνδυνος για την εθνική ταυτότητα, με τον ίδιο τρόπο που
παρουσιάζονταν κάποτε οι Αλβανοί. Παράλληλα, κοινωνικά προβλήματα, όπως η
φτώχια, η περιθωριοποίηση και η εγκληματικότητα παρουσιάζονται ως
απότοκα πολιτιστικών διαφορών, αθωώνοντας τους θύτες και ενοχοποιώντας
τα θύματα. Έτσι, όπως οι Αλβανοί φέρονταν κάποτε να εγκληματούν λόγω της
έλλειψης ηθικών αρχών που τους κληροδότησε η απομόνωσή τους στο
αθεϊστικό μοναστήρι του Ενβέρ Χότζα, έτσι σήμερα, κάθε ένταση στις
σχέσεις με τους μουσουλμάνους αποδίδεται στην «αρχαϊκή θρησκεία τους»,
λες και αυτή τους επιτάσσει να κοιμούνται σε πεζοδρόμια, πλατείες ή κάτω
από γέφυρες.
Εδώ θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι πάνω
στον ισλαμοφοβικό ταυτοτικό λόγο υπάρχει ευρεία συναίνεση εντός του
πολιτικού σκηνικού, καθώς μια επιχειρηματολογία περισσότερο πολιτιστική –
ιδεολογική και λιγότερο φυλετική, τον καθιστά περισσότερο αφομοιώσιμο
σε χώρους πέρα από τη λαϊκή και άκρα δεξιά, όπως π.χ. στους
φιλελεύθερους και όχι σπάνια και στους αριστερούς κύκλους (στον καθένα
βέβαια με επιχειρήματα προερχόμενα από τις πολιτικές παραδόσεις του).
Παράλληλα παρατηρείται το σχεδόν διασκεδαστικό φαινόμενο, όταν πρόκειται
για το Ισλάμ, ακροδεξιοί να μετατρέπονται σε φεμινιστές και
αντικληρικαλιστές, φιλελεύθεροι σε οπαδοί του πατερναλισμού και του
κρατικού παρεμβατισμού και αριστεροί και αναρχικοί σε οπαδοί της
νομιμοφροσύνης και της υπακοής στους αστικούς νόμους.
Οφείλουμε να πούμε ότι δεν είναι παράλογο
η παρουσία μεταναστών να προκαλεί στις χώρες υποδοχής μια κρίση
ταυτότητας. Μόνο που η απάντηση δεν είναι η θωράκιση και το κλείσιμο της
εθνικής ταυτότητας, αλλά η αποδοχή από ντόπιους και νεοφερμένους του
γεγονότος ότι πρέπει να εξελίξουν τη νοοτροπία τους (πράγμα
ομολογουμένως όχι εύκολο) έτσι ώστε να εξελιχθεί ταυτόχρονα και η εθνική
ταυτότητα με τρόπο που προοπτικά να τους χωράει όλους με όρους
συνεισφοράς και ισότητας.
Το ερώτημα λοιπόν, «πόσους ξένους χωράει η
χώρα μας;» θεωρούμενο από πολιτιστική – ταυτοτική σκοπιά είναι ένα
ψευδοερώτημα, που στόχο έχει να «πολιτιστικοποιήσει» προβλήματα
κατεξοχήν πολιτικά και να οικοδομήσει μια αντίληψη για την εθνική
ταυτότητα όλο και πιο κλειστή. Είναι γεγονός ότι όσοι το αναπαράγουν δεν
επιθυμούν τη λύση κανενός προβλήματος. Επιθυμούν αφενός, να υπάρχει ένα
ολόκληρο κομμάτι της εργατικής τάξης σε καθεστώς αβέβαιης και
απονομιμοποιημένης παρουσίας στη χώρα, που θα δουλεύει με όρους
δουλοπάροικου στις επιχειρήσεις και τα χωράφια κάποιων, για να χτίζουν
έτσι κοινωνικές συμμαχίες. Και αφετέρου, ποντάρουν στη κρίση ταυτότητας
για να αναπτυχθούν πολιτικά, διαφορετικά, θα ήταν αναγκασμένοι να
αρδεύουν ψηφοφόρους αποκλειστικά από την -ομολογουμένως όχι ανεξάντλητη-
δεξαμενή των νοσταλγών του «φιλέλληνα» Χίτλερ και της «εθνοσωτηρίου»
χούντας των συνταγματαρχών.
Από την πλευρά μας οφείλουμε να
οικοδομήσουμε τους όρους μιας αποτελεσματικής ταξικής στρατηγικής για
την αλλαγή των όρων ζωής μας και μιας δημιουργικής πολιτικής συνύπαρξης
και αλληλεγγύης, που δε θα αφήνει τους φασίστες κήρυκες του μίσους
μοναδικούς διαχειριστές των ζητημάτων ταυτότητας, γιατί αυτός ο κόσμος
μας χωράει όλους.
http://parallhlografos.wordpress.com/