Σείεται από χθες η βουλή. Από αναστεναγμούς ανακούφισης, για το που βρέθηκε επιτέλους αυτός, που για ένα εκατομμύριο θα σηκώσει στους ώμους του τις αμαρτίες όλων των υπολοίπων 299, όλων των προηγούμενων δεκαετιών.
Και βγάλανε τα τσόκαρα οι παστρικές και βγήκανε πουρνό πουρνό στα καλντερίμια των ραδιοφώνων και των καναλιών, πλυμένες καθαρές, σιδερωμένες, να ρίξουνε την λίθο τους εις τον αμαρτωλό, αυτές οι αναμάρτητες.
Για κανένα τυχάρπαστο, τον κάνω τον αμαρτωλό, ή πιο πολύ μου φέρνει προς σφιχτοχέρα και οικονόμα νοικοκυρούλα, που σε μια σύντομη περαντζάδα της απ’ τη βουλή, αμάθητη και άβγαλτη όπως ήταν, φρόντισε στο όπως όπως να θάψει το ανέλπιστο κομπόδεμά της στα βαθιά υπόγεια των ελβετικών τραπεζών για τις επόμενες ημέρες της σίγουρης ανεργίας της.
Οι πιο παλιές πουτάνες, που λιώσανε τις σόλες τους στα καλντερίμια δεν θα έκαναν αυτή την κουτουράδα. Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι έχουν μάθει για το μαγικό υγρό που σβήνει τα ίχνη από τα λασπωμένα παπούτσια.
Κρίμα, λοιπόν, γιατί αυτός ο κακόμοιρος βουλευτάκος που τώρα του ζητούν την κεφαλήν του επί πίνακι, δεν θα μπορέσει να σηκώσει το ανάστημά του και να κατονομάσει απ’ αυτόν τον συρφετό των όψιμων λιθοβόλων, αυτούς που κατ’ εξακολούθηση γεύονταν τους καρπούς της Siemens, της Ferostahl, της Mann και των συναφών κοινωφελών ιδρυμάτων. Κι ο λόγος είναι, γιατί μάλλον δεν θα τους ξέρει, γιατί δεν θα πρόλαβε στη σύντομη θητεία του να γίνει επίτιμο μέλος του κύκλου της ομερτά της ελληνικής βουλής.
Αν ήταν ένας από αυτούς, οι τωρινοί κανίβαλοι θα είχαν απλά σιωπήσει. Μπορεί να κόπτονται ανέξοδα υπέρ της ηθικής, αλλά υπέρ της νομιμότητας, μόκο...