Καλύτερα τα παιδιά να ζουν με τον έναν γονέα, παρά να ζουν σε ένα περιβάλλον συνεχών εντάσεων, δείχνει έρευνα στις ΗΠΑ
Μήπως οι γονείς κάνουν λάθος όταν εξακολουθούν να παραμένουν μαζί μόνο για «το καλό των παιδιών»; Μια έρευνα και η προσωπική μαρτυρία Βρετανίδας συγγραφέως δίνουν καταφατική απάντηση στο ερώτημα. Είναι καλύτερα για τα παιδιά να μεγαλώνουν με τον έναν γονέα, παρά να ζουν σε ένα περιβάλλον συνεχών εντάσεων και καβγάδων.
«Για πολύ καιρό πιστεύαμε ότι ο γάμος είναι καλό πράγμα και το διαζύγιο κακό. Καλύτερα δύο γονείς από έναν. Οι ανύπανδρες ή χωρισμένες μητέρες είναι πρόβλημα. Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ τον πόνο και τη λύπη που προκάλεσε το διαζύγιό μου στα παιδιά μου και καμιά φορά ακόμη προκαλεί. Πρέπει να πω, όμως, ότι σήμερα, στα 17 και τα 15 τους χρόνια, συμβαίνει να είναι δυο από τα πιο υγιή και θετικά άτομα που ξέρω. Έχουν χιούμορ και πάθος, είναι αστεία κι έξυπνα. Δεν βρίζουν εμένα ή τους ξένους, έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο, δεν θεωρούν δεδομένο ότι κάποιοι άλλοι θα μαγειρέψουν και θα καθαρίσουν γι΄ αυτά, δεν λουφάρουν και δεν επιστρέφουν σπίτι στις 3 τα ξημερώματα, όπως υποτίθεται ότι συνηθίζουν να κάνουν πολλοί έφηβοι».
Η Βρετανίδα μυθιστοριογράφος και καθηγήτρια Σαμπρίνα Μπρόαντμπεντ χώρισε με τον σύζυγό της όταν τα δυο της παιδιά πήγαιναν ακόμη στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η προσωπική της μαρτυρία, έτσι όπως καταγράφηκε στην εφημερίδα «Guardian», αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα. Μια νέα έρευνα, ωστόσο, έρχεται να επιβεβαιώσει το αντίθετο. Τα παιδιά των οποίων οι γονείς παραμένουν στην ίδια στέγη παρά τους συνεχείς τσακωμούς τους έχουν χειρότερες επιδόσεις στο σχολείο σε σχέση με τα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών. Επίσης, είναι πολύ πιο πιθανό να κάνουν χρήση ναρκωτικών στο μέλλον, να εμφανίσουν ψυχολογικές διαταραχές, προβλήματα στη συμπεριφορά τους, να τεκνοποιήσουν νωρίς κι εκτός γάμου. «Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν σαφώς ότι οι γονείς που έχουν πολλές συγκρούσεις δεν είναι σε θέση να δώσουν στα παιδιά τους την ασφάλεια που χρειάζονται», σημειώνει η Κέλι Μιούζικ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης και επικεφαλής της ομάδας που πραγματοποίησε την έρευνα. «Ανάμεσα στους φίλους μου ήμουν η πρώτη απώλεια στη μάχη της αγάπης και της οικογενειακής ζωής». Η Σαμπρίνα Μπρόαντμπεντ σημειώνει ότι την εποχή που χώρισε το διαζύγιο εθεωρείτο πολύ κακό για τα παιδιά. Αλλά όταν τον περασμένο χρόνο συζήτησε στην τάξη με τους 14χρονους μαθητές της ένα άρθρο για τις αρνητικές συνέπειες του διαζυγίου και τις επιπτώσεις στα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών, συνάντησε ένα κύμα οργής και αντίδρασης.
Στο σχολείο. Οι μαθητές επέκριναν τις αναφορές του άρθρου στις «χαμηλές επιδόσεις», την «εγκληματικότητα» και την «απελπισία»- όλα χαρακτηριστικά που υποτίθεται ότι συνδέονται με διαλυμένες οικογένειες. Η Μπρόαντμπεντ ρώτησε τους μαθητές της ποιοί ζουν σε μονογονεϊκές οικογένειες. Από τα 25 παιδιά, σήκωσαν χέρι τα 23. «Η μητέρα μου είναι το ίνδαλμά μου, δουλεύει, μας φροντίζει, μας πηγαίνει στον κινηματογράφο», της είπε ένας μαθητής. «Είμαι περήφανη για τον μπαμπά μου, μαγειρεύει τα πάντα και με βοηθάει στα μαθήματα», δήλωσε μια μαθήτρια. «Είναι πιο εύκολο από τότε που χώρισαν οι δικοί μου. Υπάρχει λιγότερη ένταση στο σπίτι», ανέφερε ένας τρίτος προσθέτοντας: «Πριν, ήταν αυτοί κι εμείς. Τώρα αισθάνομαι ότι έχω προβιβαστεί».
Τα παιδιά αυτά, σημειώνει η Μπρόαντμπεντ, δεν αισθάνονται πληγωμένα και στερημένα από τη ζωή. «Αντίθετα, υποστηρίζουν ένα είδος οικογενειακής ζωής και ιδιαίτερα ένα είδος σχέσης με τους γονείς τους που οι περισσότεροι σχολιαστές και πολιτικοί δείχνουν να αγνοούν».
Όμηροι στο ρομάντζο της οικογένειας
Παρατηρώντας τη θλίψη των 50άρηδων φίλων της που χωρίζουν, η Βρετανίδα συγγραφέας σκέπτεται ότι απλώς καθυστέρησαν το αναπόφευκτο για να μην πληγώσουν τα παιδιά τους έως ότου αυτά ενηλικιωθούν. Παρατηρεί, επίσης, ότι σε αυτή την ηλικία ο πόνος του χωρισμού είναι ακόμη πιο οξύς. Πολλοί γονείς καταναλώνουν όλοι τους την ενέργεια στην ανατροφή των παιδιών τους, αδιαφορώντας για την προσωπική ή την επαγγελματική τους ζωή. Και τώρα, στα 50 τους, βρίσκονται ξαφνικά μόνοι και άνεργοι σε ένα άδειο σπίτι. «Θα έπρεπε να θυμόμαστε ότι και οι γονείς είναι άνθρωποι», γράφει η Μπρόαντμπεντ στον «Guardian». Η ίδια πάντως, δεν θα πρότεινε σε κανέναν να χωρίσει. «Όσοι μεγαλώσαμε τη δεκαετία του ΄60 και του ΄70, τότε που το διαζύγιο ήταν ταμπού, θα είμαστε για πάντα όμηροι του ρομάντζου της οικογένειας».
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Μήπως οι γονείς κάνουν λάθος όταν εξακολουθούν να παραμένουν μαζί μόνο για «το καλό των παιδιών»; Μια έρευνα και η προσωπική μαρτυρία Βρετανίδας συγγραφέως δίνουν καταφατική απάντηση στο ερώτημα. Είναι καλύτερα για τα παιδιά να μεγαλώνουν με τον έναν γονέα, παρά να ζουν σε ένα περιβάλλον συνεχών εντάσεων και καβγάδων.
«Για πολύ καιρό πιστεύαμε ότι ο γάμος είναι καλό πράγμα και το διαζύγιο κακό. Καλύτερα δύο γονείς από έναν. Οι ανύπανδρες ή χωρισμένες μητέρες είναι πρόβλημα. Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ τον πόνο και τη λύπη που προκάλεσε το διαζύγιό μου στα παιδιά μου και καμιά φορά ακόμη προκαλεί. Πρέπει να πω, όμως, ότι σήμερα, στα 17 και τα 15 τους χρόνια, συμβαίνει να είναι δυο από τα πιο υγιή και θετικά άτομα που ξέρω. Έχουν χιούμορ και πάθος, είναι αστεία κι έξυπνα. Δεν βρίζουν εμένα ή τους ξένους, έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο, δεν θεωρούν δεδομένο ότι κάποιοι άλλοι θα μαγειρέψουν και θα καθαρίσουν γι΄ αυτά, δεν λουφάρουν και δεν επιστρέφουν σπίτι στις 3 τα ξημερώματα, όπως υποτίθεται ότι συνηθίζουν να κάνουν πολλοί έφηβοι».
Η Βρετανίδα μυθιστοριογράφος και καθηγήτρια Σαμπρίνα Μπρόαντμπεντ χώρισε με τον σύζυγό της όταν τα δυο της παιδιά πήγαιναν ακόμη στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η προσωπική της μαρτυρία, έτσι όπως καταγράφηκε στην εφημερίδα «Guardian», αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα. Μια νέα έρευνα, ωστόσο, έρχεται να επιβεβαιώσει το αντίθετο. Τα παιδιά των οποίων οι γονείς παραμένουν στην ίδια στέγη παρά τους συνεχείς τσακωμούς τους έχουν χειρότερες επιδόσεις στο σχολείο σε σχέση με τα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών. Επίσης, είναι πολύ πιο πιθανό να κάνουν χρήση ναρκωτικών στο μέλλον, να εμφανίσουν ψυχολογικές διαταραχές, προβλήματα στη συμπεριφορά τους, να τεκνοποιήσουν νωρίς κι εκτός γάμου. «Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν σαφώς ότι οι γονείς που έχουν πολλές συγκρούσεις δεν είναι σε θέση να δώσουν στα παιδιά τους την ασφάλεια που χρειάζονται», σημειώνει η Κέλι Μιούζικ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης και επικεφαλής της ομάδας που πραγματοποίησε την έρευνα. «Ανάμεσα στους φίλους μου ήμουν η πρώτη απώλεια στη μάχη της αγάπης και της οικογενειακής ζωής». Η Σαμπρίνα Μπρόαντμπεντ σημειώνει ότι την εποχή που χώρισε το διαζύγιο εθεωρείτο πολύ κακό για τα παιδιά. Αλλά όταν τον περασμένο χρόνο συζήτησε στην τάξη με τους 14χρονους μαθητές της ένα άρθρο για τις αρνητικές συνέπειες του διαζυγίου και τις επιπτώσεις στα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών, συνάντησε ένα κύμα οργής και αντίδρασης.
Στο σχολείο. Οι μαθητές επέκριναν τις αναφορές του άρθρου στις «χαμηλές επιδόσεις», την «εγκληματικότητα» και την «απελπισία»- όλα χαρακτηριστικά που υποτίθεται ότι συνδέονται με διαλυμένες οικογένειες. Η Μπρόαντμπεντ ρώτησε τους μαθητές της ποιοί ζουν σε μονογονεϊκές οικογένειες. Από τα 25 παιδιά, σήκωσαν χέρι τα 23. «Η μητέρα μου είναι το ίνδαλμά μου, δουλεύει, μας φροντίζει, μας πηγαίνει στον κινηματογράφο», της είπε ένας μαθητής. «Είμαι περήφανη για τον μπαμπά μου, μαγειρεύει τα πάντα και με βοηθάει στα μαθήματα», δήλωσε μια μαθήτρια. «Είναι πιο εύκολο από τότε που χώρισαν οι δικοί μου. Υπάρχει λιγότερη ένταση στο σπίτι», ανέφερε ένας τρίτος προσθέτοντας: «Πριν, ήταν αυτοί κι εμείς. Τώρα αισθάνομαι ότι έχω προβιβαστεί».
Τα παιδιά αυτά, σημειώνει η Μπρόαντμπεντ, δεν αισθάνονται πληγωμένα και στερημένα από τη ζωή. «Αντίθετα, υποστηρίζουν ένα είδος οικογενειακής ζωής και ιδιαίτερα ένα είδος σχέσης με τους γονείς τους που οι περισσότεροι σχολιαστές και πολιτικοί δείχνουν να αγνοούν».
Όμηροι στο ρομάντζο της οικογένειας
Παρατηρώντας τη θλίψη των 50άρηδων φίλων της που χωρίζουν, η Βρετανίδα συγγραφέας σκέπτεται ότι απλώς καθυστέρησαν το αναπόφευκτο για να μην πληγώσουν τα παιδιά τους έως ότου αυτά ενηλικιωθούν. Παρατηρεί, επίσης, ότι σε αυτή την ηλικία ο πόνος του χωρισμού είναι ακόμη πιο οξύς. Πολλοί γονείς καταναλώνουν όλοι τους την ενέργεια στην ανατροφή των παιδιών τους, αδιαφορώντας για την προσωπική ή την επαγγελματική τους ζωή. Και τώρα, στα 50 τους, βρίσκονται ξαφνικά μόνοι και άνεργοι σε ένα άδειο σπίτι. «Θα έπρεπε να θυμόμαστε ότι και οι γονείς είναι άνθρωποι», γράφει η Μπρόαντμπεντ στον «Guardian». Η ίδια πάντως, δεν θα πρότεινε σε κανέναν να χωρίσει. «Όσοι μεγαλώσαμε τη δεκαετία του ΄60 και του ΄70, τότε που το διαζύγιο ήταν ταμπού, θα είμαστε για πάντα όμηροι του ρομάντζου της οικογένειας».
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ