2 Φεβ 2012

Στο 94% το ποσοστό αυτάρκειας της Ελλάδας σε βασικά αγροτικά διατροφικά προϊόντα

Με τη χαρακτηριστική -και μάλλον υπερβολική- φράση «ακόμα και αν πάμε στη δραχμή οι Έλληνες δε θα πεινάσουμε», ο πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ, Τζανέτος Καραμίχας, αντέκρουσε τις φήμες που κυκλοφορούν ότι οι αγρότες στη χώρας μας είναι «άχρηστοι» και δεν παράγουν, τονίζοντας μάλιστα, ότι «είναι τρομοκρατία να κυκλοφορούν άσχετοι τέτοιες φήμες, αλλά και αδικία για τους ανθρώπους που κοπιάζουν στα χωράφια».

Ο αγροτικός κλάδος, όπως εξήγησε, είναι ιδιαίτερα δυναμικός και μπορεί να τρέξει ακόμα πιο γοργά εάν υιοθετηθεί και εφαρμοστεί μια σωστή αγροτική πολιτική, που θα κοιτάει μπροστά και δεν θα γυρνάει συνέχεια σε λάθη του παρελθόντος. 

Στο πλαίσιο αυτό διευκρίνισε, «δεν αποτελεί πολιτική το καλάθι της περιφέρειας, ούτε και ο θεσμός των δημοπρατηρίων», αφού, όπως τόνισε, αποτελούν πεπαλαιωμένες πρακτικές.

Βάσει μελέτης, που παρουσιάστηκε την Τετάρτη, το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας μας σε μια σειρά βασικών αγροτικών, διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωϊκής παραγωγής  διαμορφωνόταν κατά μέσο όρο στο 94% το 2010.

Στη φυτική παραγωγή, όπως προκύπτει η αυτάρκεια είναι 99% κατά μέσο όρο και διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, το μικρότερο ποσοστό εντοπίζεται στο μαλακό στάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171%).

Στα εσπεριδοειδή τη μεγαλύτερη αυτάρκεια παρουσιάζουν τα πορτοκάλια (167%), ενώ στα λεμόνια περιορίζεται στο 67%. 

Στα φρούτα η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%), ενώ χαμηλή διαπιστώνεται στον κλάδο των οσπρίων (39%).

Στη ζωϊκή παραγωγή το ποσοστό αυτάρκειας ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 73%. 

Στο κρέας καταγράφεται αυτάρκεια 56%, με το μικρότερο ποσοστό στο βόειο κρέας (30% και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο (94%).

Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών-τυροκομικών προϊόντων, η φέτα με ποσοστό αυτάρκειας 147% υπερβαίνει το μέσο όρο της κατηγορίας, που κυμαίνεται στο 80%. 

Στο μέλι και στα αυγά, καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας 92% και 91% αντίστοιχα.

Εξελίξεις στην αγροτική οικονομία

Σημαντική πτώση της αξίας της παραγωγής του γεωργικού τομέα της Ελλάδος καταγράφεται στο διάστημα της εξαετίας 2006-2011, ιδιαίτερα έντονη κατά το 2006 - με κάμψη μεγαλύτερη του 14%, αλλά και κατά τη διετία 2008-2009, με πτώση άνω του 4%. 

Τη διετία 2010-2011 εκτιμάται ότι υπήρξε οριακή αύξηση, όχι πάνω από 2%.

Ιδιαίτερα έντονη είναι η πτώση της αξίας της φυτικής παραγωγής στο διάστημα 2005-2011, που συνδέεται κυρίως με την κάμψη των τιμών παραγωγού. 

Βάσει εκτιμήσεων της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, η αξία της φυτικής παραγωγής σε βασικές τιμές, περιορίστηκε σε 6,89 δισ. ευρώ το 2011 από 8,24 δισ. ευρώ το 2006 (-16%).

Αναφορικά με την τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, προκύπτει ότι ο τομέας της γεωργίας απορροφά μόλις το 1,7% του συνόλου των δανείων. 

Τον Οκτώβριο του 2011, το υπόλοιπο των δανείων που προορίζονται για τις επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα ανερχόταν σε 2,018 δισ. ευρώ, ενώ από το 2009, από την έναρξη της ύφεσης στην οικονομία μέχρι και πρόσφατα, ο ρυθμός επιβράδυνσης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις γεωργικές επιχειρήσεις, με βάση τη μεταβολή του υπολοίπου των δανείων (2009: 3,962 δισ., Οκτώβριος 2011: 2,018 δισ. Euro) καταγράφει πτώση της τάξεως του 49% και πλέον. 

Στην τρέχουσα χρονική περίοδο, σύμφωνα με μελέτη της ΠΑΣΕΓΕΣ, η δυνατότητα τραπεζικής χρηματοδότησης των αγροτών και των επιχειρήσεών τους είναι μηδενική.

Εξέλιξη αγροτικού εισοδήματος 

Σε φθίνουσα πορεία βρίσκεται το αγροτικό εισόδημα στη χώρα μας από το 2008 και με μια εξαίρεση το 2009, οπότε και καταγράφηκε μικρή άνοδος 2,1%, το 2010 διολίσθησε κατά 9,3% και το 2011 κατά 5,3%.

Στο διάστημα της εξαετίας 2006-2011 το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα, όπως εκτιμάται από τη Eurostat, μειώθηκε κατά 22,6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στο ίδιο διάστημα, συγκριτικά, το αγροτικό εισόδημα στην ΕΕ-27 αυξήθηκε κατά 19% και στις χώρες της ευρωζώνης κατά 5% περίπου. 

Κρίσιμη παράμετρος της πτώσης του αγροτικού εισοδήματος παραμένει η σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής, με το μέσο γενικό δείκτη εισροών, σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας, να καταγράφει νέα σημαντική αύξηση, της τάξεως των 7,5 ποσοστιαίων μονάδων, προερχόμενη κυρίως από τη σημαντική αύξηση στους δείκτες της ενέργειας (17,1%), των ζωοτροφών (11,9%) και των λιπασμάτων (10,7%). 

Η εξαιρετικά μεγάλη αύξηση της δαπάνης για ενέργεια, που αντιπροσωπεύει το 25% και πλέον του συνολικού κόστους των εισροών στον αγροτικό τομέα, συνδέεται και με τη σημαντική αύξηση του αγροτικού τιμολογίου της ΔΕΗ κατά 6% το 2011, ενώ και νέα αύξηση, κατά 9%, επιβλήθηκε το 2012. 

Από την άλλη πλευρά, σημαντική κάμψη καταγράφεται στο πρώτο 10μηνο του 2011 στις τιμές παραγωγού, ιδιαίτερα έντονη στα κηπευτικά - με μεγάλη μείωση του δείκτη εκροών τον Οκτώβριο του 2011 στη νωπή τομάτα (-33,9%) και σε ορισμένα άλλα είδη, με συνέπεια την πτώση του γενικού δείκτη εκροών κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες.








http://www.tanea.gr/