Ένα από τα πιο κοινά συστατικά των εντομοαπωθητικών, που χρησιμοποιούνται κατά κόρον το καλοκαίρι για να διώχνουν τα ενοχλητικά κουνούπια και άλλα έντομα, είναι νευροτοξικό και επιδρά στο ανθρώπινο νευρικό σύστημα με τον ίδιο τρόπο που επιδρούν ορισμένα νευροτοξικά αέρια, όπως το σαρίν, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα. Το συστατικό αυτό (το Deet) είναι πιθανώς ασφαλές, αν η χρήση του είναι μέτρια, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Πειράματα σε έντομα και σε ένζυμα που προέρχονταν από ποντίκια και ανθρώπους, έδειξαν για πρώτη φορά ότι η ουσία αυτή δρα επιβλαβώς στην ομαλή λειτουργία του νευρικού συστήματος, κυρίως παρεμβαίνοντας στην ομαλή λειτουργία της ακετυλοχολίνης, του πιο κοινού νευροδιαβιβαστή στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Το deet μπλοκάρει ένα ένζυμο (ακετυλοχολινεστεράση) που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, διασπά την ακετυλοχολίνη, με συνέπεια να αυξάνεται σε τοξικό βαθμό το επίπεδο της τελευταίας, πράγμα που τελικά εμποδίζει τη μετάδοση των σημάτων μέσω των νευρικών συνάψεων.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι "επειγόντως" χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να αξιολογηθεί πλήρως η τοξικότητα του deet στους ανθρώπους, ειδικά όταν αυτό συνδυάζεται με άλλες χημικές ουσίες, όπως, για παράδειγμα συμβαίνει στα καρβαμιδικά εντομοκτόνα. Όπως επισημαίνουν, η δράση του deet είναι μεν αναστρέψιμη έπειτα από σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, όμως πρέπει να διευκρινιστεί ποια συγκέντρωση της ουσίας αυτής σε ένα εντομοαπωθητικό προϊόν μπορεί να γίνει επικίνδυνη για τους ανθρώπους, ειδικά για τα παιδιά και τις εγκύους.
Η νέα έρευνα έγινε από γάλλους ερευνητές, με επικεφαλής τον Βενσάν Κορμπέλ του Ερευνητικού Ινστιτούτου του Μονπελιέ, και δημοσιεύτηκε στο βρετανικό περιοδικό βιολογίας "BMC Biology", σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο.
Το deet αναπτύχθηκε από το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ μετά το Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, όταν οι αμερικανοί στρατιώτες είχαν ταλαιπωρηθεί στις ασιατικές ζούγκλες από τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Η στρατιωτική χρήση του άρχισε το 1946 και η πολιτική το 1957. Χρησιμοποιείται πλέον ως η κυριότερη δραστική ουσία των εντομοαπωθητικών εδώ και τουλάχιστον πέντε δεκαετίες. Περιλαμβάνεται σε λοσιόν, κρέμες και σπρέι, με περιεκτικότητα από 5% μέχρι και 100%.
Εφαρμόζεται πάνω στο δέρμα ή στα ρούχα, ενώ οι κατασκευαστές προϊόντων με deet συχνά συστήνουν να μην χρησιμοποιείται σε δέρμα με τραύματα. Είναι επίσης αποτελεσματικό διαλυτικό για ορισμένα πλαστικά, συνθετικά υφάσματα κ.α. Όσον αφορά το περιβάλλον, αν και λίγες μελέτες έχουν γίνει για τις επιπτώσεις του, θεωρείται σχετικά ήπιο χημικό εντομοκτόνο που δεν συσσωρεύεται στη φύση, παρόλα αυτά καλύτερα είναι να αποφεύγεται η χρήση του κοντά σε πηγές νερού.
Το deet χρησιμοποιείται κατά κόρον από όσους κάνουν κατασκήνωση ή απλώς κάθονται στην ύπαιθρο και θέλουν να απαλλαχθούν από ενοχλητικά τσιμπήματα, αλλά επίσης έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως "φράγμα" κατά της ελονοσίας, του δάγκειου πυρετού και άλλων ασθενειών, φορείς των οποίων είναι τα κουνούπια. Περίπου 200 εκατ. άνθρωποι σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν προϊόντα που περιέχουν deet κάθε χρόνο.
Οι επιστήμονες ξέρουν ότι το deet είναι αποτελεσματικό κατά των εντόμων, αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα με ποιο ακριβώς τρόπο επιδρά σε αυτά, αν και η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι απλώς…δεν αρέσει στα κουνούπια η μυρωδιά του. Deet σε περιεκτικότητα 20-34% παρέχει προστασία κατά των κουνουπιών επί τρεις έως έξι ώρες.
Η δράση του deet μοιάζει με αυτή του αερίου σαρίν, μόνο που το τελευταίο έχει ισχυρότερα αποτελέσματα και μεγαλύτερη διάρκεια. Η δράση του deet μέσω της ακετυλοχολίνης παραπέμπει στο "σύνδρομο του Κόλπου", όπου η χρήση διαφόρων εντομοκτόνων και χημικών αερίων από τους αμερικανούς στρατιώτες, είχε τοξικές συνέπειες για τον εγκέφαλό και το νευρικό σύστημά τους.
Πειράματα σε έντομα και σε ένζυμα που προέρχονταν από ποντίκια και ανθρώπους, έδειξαν για πρώτη φορά ότι η ουσία αυτή δρα επιβλαβώς στην ομαλή λειτουργία του νευρικού συστήματος, κυρίως παρεμβαίνοντας στην ομαλή λειτουργία της ακετυλοχολίνης, του πιο κοινού νευροδιαβιβαστή στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Το deet μπλοκάρει ένα ένζυμο (ακετυλοχολινεστεράση) που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, διασπά την ακετυλοχολίνη, με συνέπεια να αυξάνεται σε τοξικό βαθμό το επίπεδο της τελευταίας, πράγμα που τελικά εμποδίζει τη μετάδοση των σημάτων μέσω των νευρικών συνάψεων.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι "επειγόντως" χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να αξιολογηθεί πλήρως η τοξικότητα του deet στους ανθρώπους, ειδικά όταν αυτό συνδυάζεται με άλλες χημικές ουσίες, όπως, για παράδειγμα συμβαίνει στα καρβαμιδικά εντομοκτόνα. Όπως επισημαίνουν, η δράση του deet είναι μεν αναστρέψιμη έπειτα από σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, όμως πρέπει να διευκρινιστεί ποια συγκέντρωση της ουσίας αυτής σε ένα εντομοαπωθητικό προϊόν μπορεί να γίνει επικίνδυνη για τους ανθρώπους, ειδικά για τα παιδιά και τις εγκύους.
Η νέα έρευνα έγινε από γάλλους ερευνητές, με επικεφαλής τον Βενσάν Κορμπέλ του Ερευνητικού Ινστιτούτου του Μονπελιέ, και δημοσιεύτηκε στο βρετανικό περιοδικό βιολογίας "BMC Biology", σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο.
Το deet αναπτύχθηκε από το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ μετά το Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, όταν οι αμερικανοί στρατιώτες είχαν ταλαιπωρηθεί στις ασιατικές ζούγκλες από τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Η στρατιωτική χρήση του άρχισε το 1946 και η πολιτική το 1957. Χρησιμοποιείται πλέον ως η κυριότερη δραστική ουσία των εντομοαπωθητικών εδώ και τουλάχιστον πέντε δεκαετίες. Περιλαμβάνεται σε λοσιόν, κρέμες και σπρέι, με περιεκτικότητα από 5% μέχρι και 100%.
Εφαρμόζεται πάνω στο δέρμα ή στα ρούχα, ενώ οι κατασκευαστές προϊόντων με deet συχνά συστήνουν να μην χρησιμοποιείται σε δέρμα με τραύματα. Είναι επίσης αποτελεσματικό διαλυτικό για ορισμένα πλαστικά, συνθετικά υφάσματα κ.α. Όσον αφορά το περιβάλλον, αν και λίγες μελέτες έχουν γίνει για τις επιπτώσεις του, θεωρείται σχετικά ήπιο χημικό εντομοκτόνο που δεν συσσωρεύεται στη φύση, παρόλα αυτά καλύτερα είναι να αποφεύγεται η χρήση του κοντά σε πηγές νερού.
Το deet χρησιμοποιείται κατά κόρον από όσους κάνουν κατασκήνωση ή απλώς κάθονται στην ύπαιθρο και θέλουν να απαλλαχθούν από ενοχλητικά τσιμπήματα, αλλά επίσης έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως "φράγμα" κατά της ελονοσίας, του δάγκειου πυρετού και άλλων ασθενειών, φορείς των οποίων είναι τα κουνούπια. Περίπου 200 εκατ. άνθρωποι σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν προϊόντα που περιέχουν deet κάθε χρόνο.
Οι επιστήμονες ξέρουν ότι το deet είναι αποτελεσματικό κατά των εντόμων, αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα με ποιο ακριβώς τρόπο επιδρά σε αυτά, αν και η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι απλώς…δεν αρέσει στα κουνούπια η μυρωδιά του. Deet σε περιεκτικότητα 20-34% παρέχει προστασία κατά των κουνουπιών επί τρεις έως έξι ώρες.
Η δράση του deet μοιάζει με αυτή του αερίου σαρίν, μόνο που το τελευταίο έχει ισχυρότερα αποτελέσματα και μεγαλύτερη διάρκεια. Η δράση του deet μέσω της ακετυλοχολίνης παραπέμπει στο "σύνδρομο του Κόλπου", όπου η χρήση διαφόρων εντομοκτόνων και χημικών αερίων από τους αμερικανούς στρατιώτες, είχε τοξικές συνέπειες για τον εγκέφαλό και το νευρικό σύστημά τους.
Πηγή: ikypros.com