19 Ιουλ 2009

Η υπεροπλία των ΗΠΑ έχει αρχίσει να αμφισβητείται

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ, ΙΟΥΛΙΟΣ. Η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να προβάλλουν σε παγκόσμιο επίπεδο τη στρατιωτική ισχύ τους μειώνεται δραματικά επειδή ο βαρύς στρατιωτικός εξοπλισμός που διαθέτουν ίσως αποδειχθεί αναποτελεσματικός για την αντιμετώπιση των μελλοντικών απειλών, προειδοποιεί ανώτατος σύμβουλος του Πενταγώνου. Ο Αντριου Κρεπίνεβιτς, ένας από τους αρχιτέκτονες της νέας στρατηγικής για την αντιμετώπιση του ανταρτοπολέμου στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και πρόεδρος του think tank Center for Strategic and Βudgetary Αssessments της Ουάσιγκτον, γράφει σε άρθρο του στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού «Foreign Αffairs» ότι οι ΗΠΑ δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένες για να αντιμετωπίσουν αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα, εχθρικά κράτη όπως το Ιράν αλλά και ασύμμετρες απειλές προερχόμενες από δυνάμεις όπως η Χεζμπολάχ ή τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα. Τονίζει επίσης ότι η Ουάσιγκτον ξοδεύει δισ. δολάρια για οπλικά συστήματα τα οποία θα θεωρούνται απαρχαιωμένα προτού καν ακόμη χρησιμοποιηθούν.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, γράφει ο Κρεπίνεβιτς, το πλεονέκτημα που διατηρούσαν οι ΗΠΑ σε τεχνολογία και στρατιωτικοοικονομικούς πόρους τις καθιστούσε ικανές να αναλαμβάνουν στρατηγικές δεσμεύσεις στο εξωτερικό και παράλληλα να εξασφαλίζουν την εσωτερική ασφάλεια. Η αμερικανική υψηλή στρατηγική προϋποθέτει ότι αυτό το πλεονέκτημα θα συνεχιστεί επ΄ άπειρον. Ωστόσο το στρατιωτικό προβάδισμα των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ήδη αρχίσει να φθίνει καθώς λαμβάνει ελάχιστα υπόψη τις νέες στρατηγικές προκλήσεις, όπως η διασπορά των όπλων ακριβείας και οι απειλές από το Διάστημα και τον κυβερνοχώρο.

Αεροπλανοφόρα, αντιτορπιλικά, βομβαρδιστικά αεροσκάφη μικρής εμβέλειας και προκεχωρημένες βάσεις όπως η Γκουάμ και η Οκινάουα στον Ειρηνικό Ωκεανό καθίστανται ολοένα πιο ευπρόσβλητες στην τεχνολογία και στις τακτικές που αναπτύσσουν οι αντίπαλοι των ΗΠΑ. Αυτά, σε συνδυασμό με την άνοδο νέων δυνάμεων και εχθρικών κρατών, θα περιορίσουν τη δυνατότητα των ΗΠΑ να φέρουν σε πέρας αποστολές σε περιοχές όπως η Ανατολική Ασία και ο Περσικός Κόλπος, όπου θίγονται ζωτικά τους συμφέροντα. Ακόμη και οι προηγμένες τεχνολογίες στις οποίες κυριαρχούσαν οι ΗΠΑ, όπως το παγκόσμιο δορυφορικό σύστημα εντοπισμού θέσης που οδηγεί τις «έξυπνες» βόμβες στους στόχους τους, είναι εύκολο πλέον να εξουδετερωθούν από κράτη σαν την Κίνα, η οποία αναπτύσσει την κατάλληλη διαστημική τεχνολογία. Το Πεκίνο ήδη διαθέτει βαλλιστικούς πυραύλους και τεχνολογία λέιζερ που μπορούν να καταστρέψουν δορυφόρους χαμηλής τροχιάς από τους οποίους εξαρτάται ο στρατός. Ο Κρεπίνεβιτς υποστηρίζει ότι για να διατηρήσουν οι ΗΠΑ την πρωτοκαθεδρία τους θα πρέπει να επενδύσουν σε εξελιγμένους νανοδορυφόρους, σε αντιπυραυλικά συστήματα και στην άμυνα που θα βασίζεται στην ενέργεια λέιζερ. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις που θα εξαπέλυαν οι αντίπαλοί τους με τα δικά τους «έξυπνα» όπλα. Ο Κρεπίνεβιτς μαζί με τον πτέραρχο Πολ Βαν Ράιπερ περιλαμβάνονται στην ομάδα των ειδικών σε θέματα άμυνας που είναι υπεύθυνοι για τον εντοπισμό αδυναμιών και παραλείψεων στο κείμενο της «Τετραετούς Αμυντικής Αναθεώρησης» («Quadrennial Defense Review») που καταρτίζει κάθε τέσσερα χρόνια το Πεντάγωνο και το παραδίδει στο Κογκρέσο.

Ο Κρεπίνεβιτς σημειώνει ότι ο υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς εκτιμά σωστά την ανάγκη δημιουργίας ενός πιο «ισορροπημένου» αμερικανικού στρατού, ο οποίος θα μπορεί να αντεπεξέρχεται καλύτερα σε ασύμμετρες απειλές και συγκρούσεις όπως αυτές στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, αλλά συγχρόνως θα είναι έτοιμος και για τους πολέμους του μέλλοντος. Ωστόσο, υπογραμμίζει, ο Κρεπίνεβιτς οι αμερικανοί ιθύνοντες στην πραγματικότητα παραβλέπουν τις πραγματικές μελλοντικές απειλές και ως εκ τούτου η πιθανότητα στρατηγικών εκπλήξεων αυξάνεται. Αυτό που χρειάζεται, τονίζει, είναι μια συνολική επανεξέταση του στρατηγικού δόγματος των ΗΠΑ, παρόμοια με εκείνη που διαμορφώθηκε στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Στους πολέμους του μέλλοντος τα «έξυπνα» όπλα θα είναι εύκολα διαθέσιμα και σε μη κρατικούς δρώντες, όπως η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και η Χαμάς στη Γάζα. Επιπροσθέτως παραδοσιακές δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, διαθέτουν ήδη την τεχνολογία καθώς και τη δυνατότητα να τη μεταβιβάσουν σε άλλα κράτη. Οι ΗΠΑ, όμως, συνεχίζουν να δαπανούν δισ. δολάρια σε βομβαρδιστικά αεροσκάφη μικρής εμβέλειας που λειτουργούν από προκεχωρημένες βάσεις ή αεροπλανοφόρα τα οποία είναι εκτεθειμένα στον κίνδυνο μιας εχθρικής επίθεσης με πυραύλους, υποβρύχια και τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη.

Το σώμα των αμερικανών πεζοναυτών αναπτύσσει ένα αμφίβιο εκστρατευτικό όχημα μάχης (ΕVF) το οποίο έχει τη δυνατότητα να κινείται και να μάχεται στην ξηρά. Αλλά τα ΕVF, αναφέρει ο Κρεπίνεβιτς, θα κινδυνεύουν από τις αυτοσχέδιες βόμβες στην άκρη του δρόμου και «ο στόλος από τον οποίον θα εξαπολύονται θα βρίσκεται μακριά από τις ακτές». Γι΄ αυτό η διαδικασία ανάπτυξης και παραγωγής του θα πρέπει να διακοπεί, προσθέτει. Επιπλέον στρατιωτικές βάσεις όπως η Βίκτορι στο Ιράκ και η Μπαγκράμ στο Αφγανιστάν, που προσφέρουν ασφάλεια στις αμερικανικές χερσαίες δυνάμεις, μπορεί να αποδειχθούν ευάλωτες σε επιθέσεις με πυραύλους. Αν αυτοί αντικατασταθούν με όπλα ακριβείας, τα οποία ήδη είναι διαθέσιμα στην ανοικτή αγορά, τότε τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστρεπτικά.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ